- ὠτία
- ὠτίονauricleneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωτία — ἡ, Α είδος οστράκου … Dictionary of Greek
οπισθοδρόμηση — Κίνηση προς τα πίσω, που εκτελεί ένα οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο. Η κίνηση αυτή οφείλεται στην ενέργεια των αέριων εκπυρσοκρότησης, που, εκτός από την εκτόξευση του βλήματος, ασκούν και μια αξονική πίεση στο κλείστρο του όπλου· αντίθετα με ό,τι… … Dictionary of Greek
αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… … Dictionary of Greek
Υ, υ — Το εικοστό γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό vβu (= καρφί, πάσσαλος), που παρίστανε ένα χειλικό τριβόμενο φθόγγο, παρόμοιο με τους αγγλικούς ν ή w. Το γράμμα αυτό χρησιμοποίησαν οι Έλληνες για την παράσταση του φθόγγου υ… … Dictionary of Greek